- ευαρέστηση
- η (Α εὐαρέστησις) [ευαρεστώ]1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.)2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμααρχ.1. εύνοια («ἤ διὰ φόβον ἢ δι' εὐαρέστησιν», Ιώσ.)2. (για θεραπεία ή για φάρμακο) η ανακούφιση.
Dictionary of Greek. 2013.